Τα χαΐρια μας εδώ. Ονείρατα της άκαυτης και της καμένης Σμύρνης (εκδ. Επτάλοφος-Ταμείον Θράκης, 2003) είναι μια καταγραφή της προφορικής μαρτυρίας της Αγγέλας Παπάζογλου, από τον γιο της Γεώργιο Παπάζογλου: για τη Σμύρνη, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά και τη μετέπειτα ζωή της στην Κοκκινιά. Δημοσιεύουμε σήμερα ορισμένα αποσπάσματα, στα οποία η Παπάζογλου μιλάει για τους ταγματασφαλίτες (μας τα υπέδειξε η φίλη Ελένη Καρασαββίδου), καθώς ο γνήσιος λαϊκός της λόγος είναι, αρκετές φορές, πιο εύγλωττος από πολλές σελίδες αρθογραφίας.
Κάλαμο της Αττικής
Τι κάνετ’ έτσι;
Δε σκοτώνουνε Έλληνες.
Καλά τους κάνουνε…
Θέλετε να σας γκρεμίσουνε τσ’ εκκλησιές;
Να σας πάρουνε τα κορίτσια;
Για το καλό μας τσι σκοτώνουνε… για νάχουμε πατρίδα κι οικογένεια και θρησκεία… γι’ αυτό τσι σκοτώνουνε… για το καλό σας».
Αν σου πω, βρε Γιώργο, ποιοι τα λέγανε αυτά στη γειτονιά δε θα το πιστέψεις.
Άκου ρεζίληδες… ολόκληρος γερμανικός στρατός ε;
Να ζώνει γυναικόπαιδα και άοπλους, πεινασμένους, μισοπεθαμένους, ύστερα από τόση πείνα και μαρτύρια και σκλαβιά.
Κι αμολούσανε μες στο μπλόκο τα λυσσασμένα τα σκυλιά, αυτοί τσι μαύροι τσι προδότες και τσι τσολιάδες του Ράλλη, και ηκάναμε τα πιο μεγάλα αίσχη και εγκλήματα τσ’ οικουμένης.
Και σηκωνούμαστε, μάτια μου, ένα πρωί κι ήμαστε κι εμείς μπλοκαρισμένοι. Δηλαδή τόπιαμε μέχρι τον πάτο όλο το δηλητήριο της σκλαβιάς.
Τι δηλητήριο… Ήπιαμε αναμμένα κάρβουνα. Μασήσαμε την ίδια την φωτιά… την κατάπιαμε.
Οι Τούρκοι, όσο Τούρκοι και νάτανε, δεν ήτανε τόσο πολύ σαν τους τσολιάδες φωτιά.
Λυσσασμένοι… Αφού να φανταστείς τι λυσσασμό είχανε, που μας μιλούσανε απ’ τα χωνιά και λέγανε:
«Πούστηδεεεεες… Πουτάνεεεες… Στείλτε τα παιδιά σας να τα γαμήσομε… Στείλτε τα σε μας…
Όποιος δε βγει από μέσα σε τρία λεπτά θα μπούμε μέσα και θα τον εκτελέσουμε επιτόπου.
Από δεκατεσσάρω χρονώ μέχρι εξήντα, να βγούνε όλοι οι πούστηδες έξω… Οι πουτάνες οι μανάδες κι οι γυναίκες τους κι οι αδερφές τους να μας τους φέρουνε…
Εμπρός καθάρματα… γρήγορα!».
Ο Θεός να μην το δώκει σ’ άνθρωπο ν’ ακούει από τσι Ράλληδες αυτές τσι τσολιαδίστικες φωνές…
Άμα τ’ ακούσεις, απ’ την αηδία τση προδοσίας, νομίζεις πως κιτρινίζει το αίμα σου…
Ξυράφια-ξυράφια τ’ ανιώνεις μέσα σου. Ήτανε χειρότερες αυτές οι τσολιαδίστικες οι φωνές από σεισμό δέκα ρίχτερ… Παράθυρα… πόρτες… ντουβάρια…
Η γη όλη ηκουνήθηκε. Δε μπορούσες να σταθείς πουθενά… Απ’ τ’ αυτιά σου έμπαινε ο θάνατος μέσα σου κι έβγαινε απ’ τα νύχια των ποδιών σου.
Τσ’ είχανε θαμμένους με το κεφάλι… φυτεμένους… ποιος ξέρει… μη τυχόν και ζήσει κανένας, να σκάσει.
Κι ήτανε όλα τα πόδια με τσι κάρτσες έξω… Ήτανε, ντροπή, ξεκάρτσωτος… Κι ηγνώριζες τσι κάρτσες τ’ ανθρώπου σου, και τονε μνημόνευες εκειδά, κι ήπεφτες απάνω και θρηνούσες, κι ηκαταριόσουνα κι ησπάραζες.
Προδότες αφορεσμένοι… μας κάψανε… Παντού προδότες… Στην ψυχή σου ερημιά… μοναξιά… δυστυχία και φόβος… Άδικα σε σπιουνιέρνανε… χωρίς λόγο… Παλιάνθρωποι του κερατά. Δεν ήξερες ποιος στην κάρφωσε. Μόνο που τώρα δε σε καρφώνανε στσι Γερμανοί, τώρα είχανε γίνει ένα με τσ’ Εγγλέζοι.
Οι ρουφιάνοι δεν έχουν αφεντικό.
Συνέχεια ρουφιανεύουνε.
Το μεγαλύτερο έγκλημα από τότε πούρθαμε δώ ήτανε νάσαι πατριώτης, τίμιος και φτωχός, εργάτης.
Βασανίστε τον, φυλακώστε τον, ξορίστε τον… Εκτελέστε τον.
Δεν πρέπει να ζήσει να δει κι αύριο το πρωί αυτόν τον γαλανό ουρανό…
Δεν τ’ αξίζει, δεν είναι Έλληνας.
Δεν είναι δικός μας… δεν είναι κλέφτης… δεν είναι χαφιές… δεν είναι προδότης… (τους προδότες τους παρασημοφορούσανε)…
Κι αν γλυτώσει την εκτέλεση, ξορίστε τον και δίνετέ του δυο δραχμές τη μέρα, και θέλει πεθάνει, θέλει ζήσει τέτοιος που είναι, αμετανόητος πατριώτης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου